Translation meaning & definition of the word "hatch" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "πιάστε" στην ελληνική γλώσσα
Hatch
[Καταπίνω]noun
1. The production of young from an egg
- synonym:
- hatch ,
- hatching
1. Η παραγωγή νέων από ένα αυγό
- συνώνυμο:
- εκκολάπτω ,
- εκκόλαψη
2. Shading consisting of multiple crossing lines
- synonym:
- hatch ,
- hatching ,
- crosshatch ,
- hachure
2. Σκίαση που αποτελείται από πολλαπλές γραμμές διέλευσης
- συνώνυμο:
- εκκολάπτω ,
- εκκόλαψη ,
- επιστρατηγώ ,
- αλεξίπτωτο
3. A movable barrier covering a hatchway
- synonym:
- hatch
3. Ένα κινητό φράγμα που καλύπτει ένα διάδρομο
- συνώνυμο:
- εκκολάπτω
verb
1. Emerge from the eggs
- "Young birds, fish, and reptiles hatch"
- synonym:
- hatch
1. Βγαίνουν από τα αυγά
- "Νεαρά πουλιά, ψάρια και ερπετά εκκολάπτονται"
- συνώνυμο:
- εκκολάπτω
2. Devise or invent
- "He thought up a plan to get rich quickly"
- "No-one had ever thought of such a clever piece of software"
- synonym:
- think up ,
- think of ,
- dream up ,
- hatch ,
- concoct
2. Επινοήστε ή εφεύρετε
- "Σκέφτηκε ένα σχέδιο για να γίνει πλούσιος γρήγορα"
- "Κανείς δεν είχε σκεφτεί ποτέ ένα τόσο έξυπνο λογισμικό"
- συνώνυμο:
- σκέφτομαι ,
- ονειρεύομαι ,
- εκκολάπτω ,
- παραπέμπω
3. Inlay with narrow strips or lines of a different substance such as gold or silver, for the purpose of decorating
- synonym:
- hatch
3. Ένθετο με στενές λωρίδες ή γραμμές διαφορετικής ουσίας όπως ο χρυσός ή το ασήμι, με σκοπό τη διακόσμηση
- συνώνυμο:
- εκκολάπτω
4. Draw, cut, or engrave lines, usually parallel, on metal, wood, or paper
- "Hatch the sheet"
- synonym:
- hatch
4. Σχεδιάστε, κόψτε ή χαράξτε γραμμές, συνήθως παράλληλα, σε μέταλλο, ξύλο ή χαρτί
- "Τραβήξτε το φύλλο"
- συνώνυμο:
- εκκολάπτω
5. Sit on (eggs)
- "Birds brood"
- "The female covers the eggs"
- synonym:
- brood ,
- hatch ,
- cover ,
- incubate
5. Καθίστε στο (ευάγγ)
- "Κορφή πουλιών"
- "Το θηλυκό καλύπτει τα αυγά"
- συνώνυμο:
- σκούπα ,
- εκκολάπτω ,
- κάλυμμα ,
- επωάζω