Translation meaning & definition of the word "hat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καπέλο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hat
[Καπέλο]/hæt/
noun
1. Headdress that protects the head from bad weather
- Has shaped crown and usually a brim
- synonym:
- hat ,
- chapeau ,
- lid
1. Φόρεμα που προστατεύει το κεφάλι από τις κακές καιρικές συνθήκες
- Έχει σχήμα κορώνας και συνήθως ένα χείλος
- συνώνυμο:
- καπέλο ,
- τσαπέλο ,
- καπάκι
2. An informal term for a person's role
- "He took off his politician's hat and talked frankly"
- synonym:
- hat
2. Ένας ανεπίσημος όρος για το ρόλο ενός ατόμου
- "Έβγαλε το καπέλο του πολιτικού του και μίλησε ειλικρινά"
- συνώνυμο:
- καπέλο
verb
1. Put on or wear a hat
- "He was unsuitably hatted"
- synonym:
- hat
1. Φορέστε ή φορέστε ένα καπέλο
- "Ήταν ακατάλληλα καπέλο"
- συνώνυμο:
- καπέλο
2. Furnish with a hat
- synonym:
- hat
2. Έπιπλα με καπέλο
- συνώνυμο:
- καπέλο
Examples of using
How do you like my new hat?
Πώς σου αρέσει το καπέλο μου?
When Mary came by, Tom raised his hat.
Όταν η Μαίρη ήρθε, ο Τομ σήκωσε το καπέλο του.
Why don't you take off your hat?
Γιατί δεν βγάζεις το καπέλο σου?