Translation meaning & definition of the word "hasty" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νόστιμο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hasty
[Νόστιμο]/hesti/
adjective
1. Excessively quick
- "Made a hasty exit"
- "A headlong rush to sell"
- synonym:
- hasty ,
- headlong
1. Υπερβολικά γρήγορα
- "Κάναμε μια βιαστική έξοδο"
- "Μια βιασύνη για πώληση"
- συνώνυμο:
- βιαστικός ,
- προβληματικόσ
2. Done with very great haste and without due deliberation
- "Hasty marriage seldom proveth well"- shakespeare
- "Hasty makeshifts take the place of planning"- arthur geddes
- "Rejected what was regarded as an overhasty plan for reconversion"
- "Wondered whether they had been rather precipitate in deposing the king"
- synonym:
- hasty ,
- overhasty ,
- precipitate ,
- precipitant ,
- precipitous
2. Γίνεται με πολύ μεγάλη βιασύνη και χωρίς τη δέουσα συζήτηση
- "Ο νόστιμος γάμος σπάνια αποδεικνύεται καλά" - σαίξπηρ
- "Οι νόστιμες αυτοσχέδιες παίρνουν τη θέση του σχεδιασμού" - άρθουρ γκέντες
- "Απορρίφθηκε αυτό που θεωρήθηκε ως ένα υπερβολικό σχέδιο για την ανασυγκρότηση"
- "Θαύμαζαν αν είχαν μάλλον κατακρημνιστεί στην απόθεση του βασιλιά"
- συνώνυμο:
- βιαστικός ,
- απεχθήσ ,
- κατακρημνίζω ,
- απόκρημνοσ
Examples of using
Don't be hasty.
Μην είσαι βιαστικός.
I ate a hasty lunch.
Έφαγα ένα βιαστικό γεύμα.
Let's not make any hasty decisions. Let's sleep on it.
Ας μην πάρουμε βιαστικές αποφάσεις. Ας κοιμηθούμε πάνω σε αυτό.