Translation meaning & definition of the word "hastily" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βασιλεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hastily
[Σκληρά]/hestəli/
adverb
1. In a hurried or hasty manner
- "The way they buried him so hurriedly was disgraceful"
- "Hastily, he scanned the headlines"
- "Sold in haste and at a sacrifice"
- synonym:
- hurriedly ,
- hastily ,
- in haste
1. Με βιαστικό ή βιαστικό τρόπο
- "Ο τρόπος που τον έθαψαν τόσο βιαστικά ήταν επαίσχυντος"
- "Βιαστικά, σάρωσε τους τίτλους"
- "Πωλούνται με βιασύνη και με θυσία"
- συνώνυμο:
- βιαστικά
Examples of using
Nothing must be done hastily but killing of fleas.
Τίποτα δεν πρέπει να γίνεται βιαστικά, αλλά σκοτώνει τους ψύλλους.