Translation meaning & definition of the word "haste" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγνό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Haste
[Αποβλήτων]/hest/
noun
1. Overly eager speed (and possible carelessness)
- "He soon regretted his haste"
- synonym:
- haste ,
- hastiness ,
- hurry ,
- hurriedness ,
- precipitation
1. Υπερβολικά πρόθυμη ταχύτητα (και πιθανή απροσεξία)
- "Σύντομα μετάνιωσε για τη βιασύνη του"
- συνώνυμο:
- βιασύνη ,
- βιάζω ,
- βροχόπτωση
2. The act of moving hurriedly and in a careless manner
- "In his haste to leave he forgot his book"
- synonym:
- haste ,
- hurry ,
- rush ,
- rushing
2. Η πράξη της βιαστικής και απρόσεκτης κίνησης
- "Με τη βιασύνη του να φύγει ξέχασε το βιβλίο του"
- συνώνυμο:
- βιασύνη ,
- βιάζω
3. A condition of urgency making it necessary to hurry
- "In a hurry to lock the door"
- synonym:
- hurry ,
- haste
3. Μια κατάσταση επείγοντος που καθιστά απαραίτητο να βιαστούμε
- "Βιαστείτε να κλειδώσετε την πόρτα"
- συνώνυμο:
- βιάζω ,
- βιασύνη
Examples of using
I made haste for fear that I should miss the bus.
Βιάστηκα από φόβο μήπως χάσω το λεωφορείο.
I fell down the stairs in my haste.
Έπεσα κάτω από τις σκάλες με βιασύνη.
You did a lot of work in frantic haste.
Κάνατε πολλή δουλειά με ξέφρενη βιασύνη.