Translation meaning & definition of the word "hassle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χασίς" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hassle
[Χασάλε]/hæsəl/
noun
1. An angry disturbance
- "He didn't want to make a fuss"
- "They had labor trouble"
- "A spot of bother"
- synonym:
- fuss ,
- trouble ,
- bother ,
- hassle
1. Μια θυμωμένη διαταραχή
- "Δεν ήθελε να κάνει φασαρία"
- "Είχαν πρόβλημα εργασίας"
- "Ένα σημείο ενόχλησης"
- συνώνυμο:
- φάουσ ,
- πρόβλημα ,
- ενοχλώ ,
- ταλαιπωρία
2. Disorderly fighting
- synonym:
- hassle ,
- scuffle ,
- tussle ,
- dogfight ,
- rough-and-tumble
2. Αταξία μάχη
- συνώνυμο:
- ταλαιπωρία ,
- ανακατώνω ,
- περνώ ,
- καταπολέμηση σκύλων ,
- τραχύς και τραχύς
verb
1. Annoy continually or chronically
- "He is known to harry his staff when he is overworked"
- "This man harasses his female co-workers"
- synonym:
- harass ,
- hassle ,
- harry ,
- chivy ,
- chivvy ,
- chevy ,
- chevvy ,
- beset ,
- plague ,
- molest ,
- provoke
1. Ενοχλήστε συνεχώς ή χρόνια
- "Είναι γνωστό ότι προσεύχεται το προσωπικό του όταν είναι υπερβολικά εργασμένος"
- "Αυτός ο άνθρωπος παρενοχλεί τις γυναίκες συνεργάτες του"
- συνώνυμο:
- παρενοχλώ ,
- ταλαιπωρία ,
- χάρι ,
- τσιβί ,
- τσεβί ,
- περιπλέκω ,
- πανούκλα ,
- προκαλώ