Translation meaning & definition of the word "hashish" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χασίς" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hashish
[Χασιτικόσ]/hæʃɪʃ/
noun
1. Purified resinous extract of the hemp plant
- Used as a hallucinogen
- synonym:
- hashish ,
- hasheesh ,
- haschisch ,
- hash
1. Καθαρό ρητινώδες εκχύλισμα του φυτού κάνναβης
- Χρησιμοποιείται ως παραισθησιογόνο
- συνώνυμο:
- χασίσι ,
- χασίσε ,
- χασίς