Translation meaning & definition of the word "hart" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαρτί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hart
[Χάρτησ]/hɑrt/
noun
1. United states playwright who collaborated with george s. kaufman (1904-1961)
- synonym:
- Hart ,
- Moss Hart
1. Θεατρικός συγγραφέας των ηνωμένων πολιτειών που συνεργάστηκε με τον τζορτζ σ. κάουφμαν (1904-1961)
- συνώνυμο:
- Χάρτησ ,
- Μος Χαρτ
2. United states lyricist who collaborated with richard rodgers (1895-1943)
- synonym:
- Hart ,
- Lorenz Hart ,
- Lorenz Milton Hart
2. Στιχουργός των ηνωμένων πολιτειών που συνεργάστηκε με τον ρίτσαρντ ρότζερς (1895-1943)
- συνώνυμο:
- Χάρτησ ,
- Λόρενς Χαρτ ,
- Λόρενς Μίλτον Χαρτ
3. A male deer, especially an adult male red deer
- synonym:
- hart ,
- stag
3. Ένα αρσενικό ελάφι, ειδικά ένα ενήλικο αρσενικό κόκκινο ελάφι
- συνώνυμο:
- χάρτησ ,
- αναβάλλω