Translation meaning & definition of the word "harshness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στοργή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Harshness
[Σκληρότητα]/hɑrʃnəs/
noun
1. The roughness of a substance that causes abrasions
- synonym:
- harshness ,
- abrasiveness ,
- scratchiness
1. Η τραχύτητα μιας ουσίας που προκαλεί εκδορές
- συνώνυμο:
- σκληρότητα ,
- λειαντικότητα ,
- αμυδρότητα
2. The quality of being unpleasant (harsh or rough or grating) to the senses
- synonym:
- harshness ,
- roughness
2. Η ποιότητα του να είσαι δυσάρεστος (σκληρός ή τραχύς ή τραχύς) στις αισθήσεις
- συνώνυμο:
- σκληρότητα ,
- τραχύτητα
3. The quality of being cruel and causing tension or annoyance
- synonym:
- cruelty ,
- cruelness ,
- harshness
3. Η ποιότητα του να είσαι σκληρός και να προκαλείς ένταση ή ενόχληση
- συνώνυμο:
- σκληρότητα
4. Excessive sternness
- "Severity of character"
- "The harshness of his punishment was inhuman"
- "The rigors of boot camp"
- synonym:
- severity ,
- severeness ,
- harshness ,
- rigor ,
- rigour ,
- rigorousness ,
- rigourousness ,
- inclemency ,
- hardness ,
- stiffness
4. Υπερβολική αυστηρότητα
- "Σπουδαιότητα του χαρακτήρα"
- "Η σκληρότητα της τιμωρίας του ήταν απάνθρωπη"
- "Οι αυστηρότητες του στρατοπέδου εκκίνησης"
- συνώνυμο:
- σοβαρότητα ,
- αποβλαβέσ ,
- σκληρότητα ,
- αυστηρότητα ,
- απελπισία ,
- ακαμψία