Translation meaning & definition of the word "harry" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "παραλήρημα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Harry
[Χάρι]/hɛri/
verb
1. Annoy continually or chronically
- "He is known to harry his staff when he is overworked"
- "This man harasses his female co-workers"
- synonym:
- harass ,
- hassle ,
- harry ,
- chivy ,
- chivvy ,
- chevy ,
- chevvy ,
- beset ,
- plague ,
- molest ,
- provoke
1. Ενοχλήστε συνεχώς ή χρόνια
- "Είναι γνωστό ότι προσεύχεται το προσωπικό του όταν είναι υπερβολικά εργασμένος"
- "Αυτός ο άνθρωπος παρενοχλεί τις γυναίκες συνεργάτες του"
- συνώνυμο:
- παρενοχλώ ,
- ταλαιπωρία ,
- χάρι ,
- τσιβί ,
- τσεβί ,
- περιπλέκω ,
- πανούκλα ,
- προκαλώ
2. Make a pillaging or destructive raid on (a place), as in wartimes
- synonym:
- harry ,
- ravage
2. Κάντε μια λεηλασία ή καταστροφική επιδρομή στο (α τοποθ), όπως και στις πολέμους
- συνώνυμο:
- χάρι ,
- καταστροφή