Translation meaning & definition of the word "harrowing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συρρίκνωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Harrowing
[Στενοχωρώ]/hɛroʊɪŋ/
adjective
1. Extremely painful
- synonym:
- agonizing ,
- agonising ,
- excruciating ,
- harrowing ,
- torturing ,
- torturous ,
- torturesome
1. Εξαιρετικά οδυνηρό
- συνώνυμο:
- αγωνιώδησ ,
- βασανιστικός ,
- παραπονιέμαι ,
- βασανιστήρια ,
- βασανιστικόσ
Examples of using
The movie is a harrowing depiction of life in an urban slum.
Η ταινία είναι μια συγκλονιστική απεικόνιση της ζωής σε μια αστική παραγκούπολη.