Translation meaning & definition of the word "harrow" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "χάροου" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Harrow
[Χαρούπι]/hæroʊ/
noun
1. A cultivator that pulverizes or smooths the soil
- synonym:
- harrow
1. Ένας καλλιεργητής που κονιοποιεί ή εξομαλύνει το έδαφος
- συνώνυμο:
- χάροου
verb
1. Draw a harrow over (land)
- synonym:
- harrow ,
- disk
1. Σχεδιάστε μια χάρη πάνω από (λανδί)
- συνώνυμο:
- χάροου ,
- δίσκος