Translation meaning & definition of the word "harpist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αρπιστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Harpist
[Αρπιστήσ]/hɑrpɪst/
noun
1. Someone who plays the harp
- synonym:
- harpist ,
- harper
1. Κάποιος που παίζει άρπα
- συνώνυμο:
- αρπιστήσ ,
- χάρπερ