Translation meaning & definition of the word "harness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ασθένεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Harness
[Ευλάβεια]/hɑrnəs/
noun
1. A support consisting of an arrangement of straps for holding something to the body (especially one supporting a person suspended from a parachute)
- synonym:
- harness
1. Μια υποστήριξη που αποτελείται από μια διάταξη ιμάντων για να κρατήσει κάτι στο σώμα (ειδικά ένα πρόσωπο που υποστηρίζει ένα αλεξίπτωτο
- συνώνυμο:
- λουρί
2. Stable gear consisting of an arrangement of leather straps fitted to a draft animal so that it can be attached to and pull a cart
- synonym:
- harness
2. Σταθερό εργαλείο που αποτελείται από διάταξη δερμάτινων ιμάντων που τοποθετούνται σε βύθισμα ζώου έτσι ώστε να μπορεί να συνδεθεί
- συνώνυμο:
- λουρί
verb
1. Put a harness
- "Harness the horse"
- synonym:
- harness ,
- tackle
1. Βάζω λουρί
- "Παραλάβετε το άλογο"
- συνώνυμο:
- λουρί ,
- αντιμετωπίζω
2. Exploit the power of
- "Harness natural forces and resources"
- synonym:
- harness
2. Εκμεταλλευτείτε τη δύναμη του
- "Στερεότητα φυσικές δυνάμεις και πόροι"
- συνώνυμο:
- λουρί
3. Control and direct with or as if by reins
- "Rein a horse"
- synonym:
- harness ,
- rein in ,
- draw rein ,
- rein
3. Έλεγχος και άμεση με ή σαν με τα ηνία
- "Βγαίνω άλογο"
- συνώνυμο:
- λουρί ,
- επαναφέρω ,
- παίρνω τον εαυτό μου
4. Keep in check
- "Rule one's temper"
- synonym:
- rule ,
- harness ,
- rein
4. Ελέγχω
- "Κανόνας της ψυχραιμίας"
- συνώνυμο:
- κανόνας ,
- λουρί ,
- επαναφέρω