Translation meaning & definition of the word "harmonica" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αρμονική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Harmonica
[Αρμονική]/hɑrmɑnɪkə/
noun
1. A small rectangular free-reed instrument having a row of free reeds set back in air holes and played by blowing into the desired hole
- synonym:
- harmonica ,
- mouth organ ,
- harp ,
- mouth harp
1. Ένα μικρό ορθογώνιο όργανο ελεύθερης φυλής που έχει μια σειρά από ελεύθερα καλάμια που επιστρέφουν στις τρύπες αέρα και παίζουν
- συνώνυμο:
- φυσαρμόνικα ,
- στοματικό όργανο ,
- άρπα ,
- στοματική άρπα