Translation meaning & definition of the word "harmonic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αρμονική" στην ελληνική γλώσσα
Harmonic
[Αρμονικόσ]noun
1. A tone that is a component of a complex sound
- synonym:
- harmonic
1. Ένας τόνος που είναι συστατικό ενός σύνθετου ήχου
- συνώνυμο:
- αρμονικόσ
2. Any of a series of musical tones whose frequencies are integral multiples of the frequency of a fundamental
- synonym:
- harmonic
2. Οποιαδήποτε από μια σειρά μουσικών τόνων των οποίων οι συχνότητες είναι αναπόσπαστα πολλαπλάσια της συχνότητας ενός θεμελιώδους
- συνώνυμο:
- αρμονικόσ
adjective
1. Of or relating to harmony as distinct from melody and rhythm
- "Subtleties of harmonic change and tonality"- ralph hill
- synonym:
- harmonic
1. Από ή σχετίζονται με την αρμονία ως διακριτή από τη μελωδία και το ρυθμό
- "Υπολείμματα αρμονικής αλλαγής και τονικότητας" - ραλφ χιλ
- συνώνυμο:
- αρμονικόσ
2. Of or relating to harmonics
- synonym:
- harmonic
2. Από ή σχετίζονται με αρμονικές
- συνώνυμο:
- αρμονικόσ
3. Of or relating to the branch of acoustics that studies the composition of musical sounds
- "The sound of the resonating cavity cannot be the only determinant of the harmonic response"
- synonym:
- harmonic
3. Από ή σχετίζονται με τον κλάδο της ακουστικής που μελετά τη σύνθεση των μουσικών ήχων
- "Ο ήχος της συντονισμένης κοιλότητας δεν μπορεί να είναι ο μόνος καθοριστικός παράγοντας της αρμονικής απόκρισης"
- συνώνυμο:
- αρμονικόσ
4. Relating to vibrations that occur as a result of vibrations in a nearby body
- "Sympathetic vibration"
- synonym:
- harmonic ,
- sympathetic
4. Σχετίζονται με δονήσεις που εμφανίζονται ως αποτέλεσμα δονήσεων σε ένα κοντινό σώμα
- "Συμπαθητική δόνηση"
- συνώνυμο:
- αρμονικόσ ,
- συμπαθητικόσ
5. Involving or characterized by harmony
- synonym:
- consonant ,
- harmonic ,
- harmonical ,
- harmonized ,
- harmonised
5. Εμπλοκή ή χαρακτηρίζεται από αρμονία
- συνώνυμο:
- σύμφωνοσ ,
- αρμονικόσ ,
- εναρμονισμένο ,
- εναρμονισμένος