Translation meaning & definition of the word "harm" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τραυματισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Harm
[Βλάβη]/hɑrm/
noun
1. Any physical damage to the body caused by violence or accident or fracture etc.
- synonym:
- injury ,
- hurt ,
- harm ,
- trauma
1. Οποιαδήποτε σωματική βλάβη στο σώμα που προκαλείται από βία ή ατύχημα ή κάταγμα κ.λπ.
- συνώνυμο:
- τραυματισμός ,
- πληγώνω ,
- βλάβη ,
- τραύμα
2. The occurrence of a change for the worse
- synonym:
- damage ,
- harm ,
- impairment
2. Η εμφάνιση μιας αλλαγής προς το χειρότερο
- συνώνυμο:
- ζημιά ,
- βλάβη ,
- απομείωση
3. The act of damaging something or someone
- synonym:
- damage ,
- harm ,
- hurt ,
- scathe
3. Η πράξη της βλάβης κάποιου ή κάτι
- συνώνυμο:
- ζημιά ,
- βλάβη ,
- πληγώνω ,
- σκατ
verb
1. Cause or do harm to
- "These pills won't harm your system"
- synonym:
- harm
1. Προκαλέστε ή κάνετε κακό σε
- "Αυτά τα χάπια δεν θα βλάψουν το σύστημά σας"
- συνώνυμο:
- βλάβη
Examples of using
It won't do us any harm if we talk the matter over.
Δεν θα μας κάνει κακό αν μιλήσουμε για το θέμα.
I've never done harm to anyone.
Δεν έχω κάνει ποτέ κακό σε κανέναν.
He wouldn't harm a fly.
Δεν θα βλάψει μια μύγα.