Translation meaning & definition of the word "harlot" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "σφαίρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Harlot
[Χάρλοτ]/hɑrlət/
noun
1. A woman who engages in sexual intercourse for money
- synonym:
- prostitute ,
- cocotte ,
- whore ,
- harlot ,
- bawd ,
- tart ,
- cyprian ,
- fancy woman ,
- working girl ,
- sporting lady ,
- lady of pleasure ,
- woman of the street
1. Μια γυναίκα που ασχολείται με τη σεξουαλική επαφή για τα χρήματα
- συνώνυμο:
- πόρνη ,
- κοκοτίνη ,
- πόρνετ ,
- παραπονιέμαι ,
- τάρτα ,
- κυπριακή ,
- φανταχτερή γυναίκα ,
- εργαζόμενο κορίτσι ,
- αθλητική κυρία ,
- κυρία της ευχαρίστησης ,
- γυναίκα του δρόμου