Translation meaning & definition of the word "harem" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαρέμι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Harem
[Χαρέμι]/hɛrəm/
noun
1. Living quarters reserved for wives and concubines and female relatives in a muslim household
- synonym:
- harem ,
- hareem ,
- seraglio ,
- serail
1. Κατοικίες που προορίζονται για συζύγους και παλλακίδες και γυναίκες συγγενείς σε ένα μουσουλμανικό νοικοκυριό
- συνώνυμο:
- χαρέμι ,
- χαρέιμ ,
- σεράλιο ,
- ορεινόσ