Translation meaning & definition of the word "hardy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκληρό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hardy
[Σκληρός]/hɑrdi/
noun
1. United states slapstick comedian who played the pompous and overbearing member of the laurel and hardy duo who made many films (1892-1957)
- synonym:
- Hardy ,
- Oliver Hardy
1. Αμερικανός κωμικός που έπαιξε το πομπώδες και ανώτερο μέλος του ντουέλ λόρελ και χάρντι που έκανε πολλές ταινίες (1892-1957)
- συνώνυμο:
- Σκληρός ,
- Όλιβερ Χάρντι
2. English novelist and poet (1840-1928)
- synonym:
- Hardy ,
- Thomas Hardy
2. Άγγλος μυθιστοριογράφος και ποιητής (1840-1928)
- συνώνυμο:
- Σκληρός ,
- Τόμας Χάρντι
adjective
1. Having rugged physical strength
- Inured to fatigue or hardships
- "Hardy explorers of northern canada"
- "Proud of her tall stalwart son"
- "Stout seamen"
- "Sturdy young athletes"
- synonym:
- hardy ,
- stalwart ,
- stout ,
- sturdy
1. Έχοντας τραχιά σωματική δύναμη
- Ανασφάλιση σε κόπωση ή δυσκολίες
- "Σκληροί εξερευνητές του βόρειου καναδά"
- "Περήφανος για τον ψηλό γιο της"
- "Ναυτικοί"
- "Ανθεκτικοί νέοι αθλητές"
- συνώνυμο:
- ανθεκτικός ,
- σταλγουάρτησ ,
- παρατηρώ
2. Able to survive under unfavorable weather conditions
- "Strawberries are hardy and easy to grow"
- "Camels are tough and hardy creatures"
- synonym:
- hardy
2. Ικανό να επιβιώσει κάτω από δυσμενείς καιρικές συνθήκες
- "Οι φράουλες είναι ανθεκτικές και εύκολο να αναπτυχθούν"
- "Οι καμήλες είναι σκληρά και σκληρά πλάσματα"
- συνώνυμο:
- ανθεκτικός
3. Invulnerable to fear or intimidation
- "Audacious explorers"
- "Fearless reporters and photographers"
- "Intrepid pioneers"
- synonym:
- audacious ,
- brave ,
- dauntless ,
- fearless ,
- hardy ,
- intrepid ,
- unfearing
3. Άτρωτος στο φόβο ή τον εκφοβισμό
- "Ακουστικοί εξερευνητές"
- "Ανεπιφύλακτοι δημοσιογράφοι και φωτογράφοι"
- "Ατρόμητοι πρωτοπόροι"
- συνώνυμο:
- τολμηρός ,
- γενναίος ,
- αποθαρρυντικός ,
- ατρόμητος ,
- ανθεκτικός ,
- ακατάλληλοσ