Translation meaning & definition of the word "hardheaded" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "σκληρός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hardheaded
[Σκληροπυρηνικόσ]/hɑrdhɛdɪd/
adjective
1. Unreasonably rigid in the face of argument or entreaty or attack
- synonym:
- hardheaded ,
- mulish
1. Αδικαιολόγητα άκαμπτη ενάντια στο επιχείρημα ή την παρακίνηση ή την επίθεση
- συνώνυμο:
- σκληρός ,
- πολτοποιημένοσ
2. Guided by practical experience and observation rather than theory
- "A hardheaded appraisal of our position"
- "A hard-nosed labor leader"
- "Completely practical in his approach to business"
- "Not ideology but pragmatic politics"
- synonym:
- hardheaded ,
- hard-nosed ,
- practical ,
- pragmatic
2. Καθοδηγείται από την πρακτική εμπειρία και την παρατήρηση και όχι από τη θεωρία
- "Μια σκληρή εκτίμηση της θέσης μας"
- "Ένας σκληρός ηγέτης εργασίας"
- "Εντελώς πρακτικό στην προσέγγισή του στις επιχειρήσεις"
- "Όχι ιδεολογία, αλλά πραγματιστική πολιτική"
- συνώνυμο:
- σκληρός ,
- πρακτικός ,
- πραγματιστικόσ