Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "hard" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκληρό" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Hard

[Σκληρός]
/hɑrd/

adjective

1. Not easy

  • Requiring great physical or mental effort to accomplish or comprehend or endure
  • "A difficult task"
  • "Nesting places on the cliffs are difficult of access"
  • "Difficult times"
  • "Why is it so hard for you to keep a secret?"
    synonym:
  • difficult
  • ,
  • hard

1. Όχι εύκολο

  • Απαιτεί μεγάλη σωματική ή πνευματική προσπάθεια για να επιτύχει ή να κατανοήσει ή να υπομείνει
  • "Ένα δύσκολο έργο"
  • "Τα φωλιασμένα μέρη στους βράχους είναι δύσκολο να έχουν πρόσβαση"
  • "Δύσκολες εποχές"
  • "Γιατί είναι τόσο δύσκολο να κρατήσεις ένα μυστικό?"
    συνώνυμο:
  • δύσκολος
  • ,
  • σκληρός

2. Dispassionate

  • "Took a hard look"
  • "A hard bargainer"
    synonym:
  • hard

2. Απαθήσ

  • "Έριξε μια σκληρή ματιά"
  • "Ένας σκληρός διαπραγματευτής"
    συνώνυμο:
  • σκληρός

3. Resisting weight or pressure

    synonym:
  • hard

3. Αντίσταση στο βάρος ή την πίεση

    συνώνυμο:
  • σκληρός

4. Very strong or vigorous

  • "Strong winds"
  • "A hard left to the chin"
  • "A knockout punch"
  • "A severe blow"
    synonym:
  • hard
  • ,
  • knockout
  • ,
  • severe

4. Πολύ δυνατός ή δυνατός

  • "Ισχυροί άνεμοι"
  • "Δυνατά αριστερά στο πηγούνι"
  • "Μια γροθιά νοκ-άουτ"
  • "Ένα σοβαρό χτύπημα"
    συνώνυμο:
  • σκληρός
  • ,
  • νοκ-άουτ
  • ,
  • σοβαρός

5. Characterized by effort to the point of exhaustion

  • Especially physical effort
  • "Worked their arduous way up the mining valley"
  • "A grueling campaign"
  • "Hard labor"
  • "Heavy work"
  • "Heavy going"
  • "Spent many laborious hours on the project"
  • "Set a punishing pace"
    synonym:
  • arduous
  • ,
  • backbreaking
  • ,
  • grueling
  • ,
  • gruelling
  • ,
  • hard
  • ,
  • heavy
  • ,
  • laborious
  • ,
  • operose
  • ,
  • punishing
  • ,
  • toilsome

5. Χαρακτηρίζεται από προσπάθεια μέχρι το σημείο εξάντλησης

  • Ιδιαίτερα σωματική προσπάθεια
  • "Λειτούργησε τον επίπονο δρόμο τους μέχρι την κοιλάδα εξόρυξης"
  • "Εξαντλητική εκστρατεία"
  • "Σκληρή εργασία"
  • "Βαριά δουλειά"
  • "Βαριά πηγαίνει"
  • "Πέρασε πολλές επίπονες ώρες στο έργο"
  • "Θέστε ένα ρυθμό τιμωρίας"
    συνώνυμο:
  • επίπονοσ
  • ,
  • παραπλανητικόσ
  • ,
  • εξαντλητικός
  • ,
  • εξαντλητικόσ
  • ,
  • σκληρός
  • ,
  • βαρύς
  • ,
  • λειτουργεί
  • ,
  • τιμωρία
  • ,
  • επιτήδειοσ

6. Produced without vibration of the vocal cords

  • "Unvoiced consonants such as `p' and `k' and `s'"
    synonym:
  • unvoiced
  • ,
  • voiceless
  • ,
  • surd
  • ,
  • hard

6. Παράγεται χωρίς δόνηση των φωνητικών χορδών

  • "Απρόσεκτα σύμφωνα όπως `π' και `κ' και ```'"
    συνώνυμο:
  • απρόσβλητοσ
  • ,
  • φωνητικόσ
  • ,
  • υπερβολικό
  • ,
  • σκληρός

7. (of light) transmitted directly from a pointed light source

    synonym:
  • hard
  • ,
  • concentrated

7. ( του φωτός) που μεταδίδεται απευθείας από μια μυτερή πηγή φωτός

    συνώνυμο:
  • σκληρός
  • ,
  • συγκεντρωμένοσ

8. (of speech sounds)

  • Produced with the back of the tongue raised toward or touching the velum
  • "Russian distinguished between hard consonants and palatalized or soft consonants"
    synonym:
  • hard

8. ( της ομιλίας ηχεί)

  • Παράγεται με το πίσω μέρος της γλώσσας υψωμένο προς ή αγγίζοντας το βελούδο
  • "Οι ρώσοι διακρίνονται μεταξύ των σκληρών συμφώνων και των παλατινωμένων ή μαλακών συμφώνων"
    συνώνυμο:
  • σκληρός

9. Given to excessive indulgence of bodily appetites especially for intoxicating liquors

  • "A hard drinker"
    synonym:
  • intemperate
  • ,
  • hard
  • ,
  • heavy

9. Δίνεται στην υπερβολική επιείκεια των σωματικών ορέξεων ειδικά για τα μεθυστικά ποτά

  • "Σκληρός πότης"
    συνώνυμο:
  • ανεπιτήδευτοσ
  • ,
  • σκληρός
  • ,
  • βαρύς

10. Being distilled rather than fermented

  • Having a high alcoholic content
  • "Hard liquor"
    synonym:
  • hard
  • ,
  • strong

10. Αποστάζεται αντί να ζυμώνεται

  • Υψηλό αλκοολικό περιεχόμενο
  • "Σκληρό λικέρ"
    συνώνυμο:
  • σκληρός
  • ,
  • ισχυρός

11. Unfortunate or hard to bear

  • "Had hard luck"
  • "A tough break"
    synonym:
  • hard
  • ,
  • tough

11. Ατυχής ή δύσκολο να αντέξει

  • "Είχε σκληρή τύχη"
  • "Ένα δύσκολο διάλειμμα"
    συνώνυμο:
  • σκληρός

12. Dried out

  • "Hard dry rolls left over from the day before"
    synonym:
  • hard

12. Στεγνώσει

  • "Σκληρά ξηρά ρολά που αφήνονται από την προηγούμενη ημέρα"
    συνώνυμο:
  • σκληρός

adverb

1. With effort or force or vigor

  • "The team played hard"
  • "Worked hard all day"
  • "Pressed hard on the lever"
  • "Hit the ball hard"
  • "Slammed the door hard"
    synonym:
  • hard

1. Με προσπάθεια ή δύναμη ή σθένος

  • "Η ομάδα έπαιξε σκληρά"
  • "Δουλεύω σκληρά όλη μέρα"
  • "Πιέζονται σκληρά στο μοχλό"
  • "Χτύπησε την μπάλα σκληρά"
  • "Χτύπησε την πόρτα σκληρά"
    συνώνυμο:
  • σκληρός

2. With firmness

  • "Held hard to the railing"
    synonym:
  • hard
  • ,
  • firmly

2. Με σταθερότητα

  • "Παρατηρείται σκληρό στο κιγκλίδωμα"
    συνώνυμο:
  • σκληρός
  • ,
  • σταθερά

3. Earnestly or intently

  • "Thought hard about it"
  • "Stared hard at the accused"
    synonym:
  • hard

3. Σοβαρά ή επίμονα

  • "Σκεφτείτε σκληρά για αυτό"
  • "Κοιτούσαν πολύ τους κατηγορούμενους"
    συνώνυμο:
  • σκληρός

4. Causing great damage or hardship

  • "Industries hit hard by the depression"
  • "She was severely affected by the bank's failure"
    synonym:
  • hard
  • ,
  • severely

4. Προκαλώντας μεγάλη ζημιά ή δυσκολίες

  • "Βιομηχανίες που πλήττονται σκληρά από την κατάθλιψη"
  • "Επηρεάστηκε σοβαρά από την αποτυχία της τράπεζας"
    συνώνυμο:
  • σκληρός
  • ,
  • σοβαρά

5. Slowly and with difficulty

  • "Prejudices die hard"
    synonym:
  • hard

5. Αργά και με δυσκολία

  • "Οι προκαταλήψεις πεθαίνουν σκληρά"
    συνώνυμο:
  • σκληρός

6. Indulging excessively

  • "He drank heavily"
    synonym:
  • heavily
  • ,
  • intemperately
  • ,
  • hard

6. Επιδοθούν υπερβολικά

  • "Έπινε βαριά"
    συνώνυμο:
  • βαριά
  • ,
  • ανεπαίσθητα
  • ,
  • σκληρός

7. Into a solid condition

  • "Concrete that sets hard within a few hours"
    synonym:
  • hard

7. Σε σταθερή κατάσταση

  • "Συγκεκριμένο που δυσκολεύει μέσα σε λίγες ώρες"
    συνώνυμο:
  • σκληρός

8. Very near or close in space or time

  • "It stands hard by the railroad tracks"
  • "They were hard on his heels"
  • "A strike followed hard upon the plant's opening"
    synonym:
  • hard

8. Πολύ κοντά ή κοντά στο χώρο ή το χρόνο

  • "Στέκεται σκληρά από τις σιδηροδρομικές γραμμές"
  • "Ήταν σκληρά στα τακούνια του"
  • "Μια απεργία ακολούθησε σκληρά με το άνοιγμα του φυτού"
    συνώνυμο:
  • σκληρός

9. With pain or distress or bitterness

  • "He took the rejection very hard"
    synonym:
  • hard

9. Με πόνο ή αγωνία ή πικρία

  • "Πήρε την απόρριψη πολύ σκληρά"
    συνώνυμο:
  • σκληρός

10. To the full extent possible

  • All the way
  • "Hard alee"
  • "The ship went hard astern"
  • "Swung the wheel hard left"
    synonym:
  • hard

10. Στον πλήρη δυνατό βαθμό

  • Σε όλη τη διαδρομή
  • "Σκληρό μανίκι"
  • "Το πλοίο πήγε σκληρά έξω"
  • "Κουνήστε τον τροχό σκληρά αριστερά"
    συνώνυμο:
  • σκληρός

Examples of using

I had to learn the hard way that you need to learn to get good grades in university.
Έπρεπε να μάθω με τον σκληρό τρόπο που πρέπει να μάθετε να παίρνετε καλούς βαθμούς στο πανεπιστήμιο.
Tom was looking for Mary, but it was raining hard and he didn't see her.
Ο Τομ έψαχνε τη Μαίρη, αλλά έβρεχε σκληρά και δεν την είδε.
Time has come to admit that hard work and hope are no substitute for actual knowledge.
Ήρθε η ώρα να παραδεχτούμε ότι η σκληρή δουλειά και η ελπίδα δεν είναι υποκατάστατο της πραγματικής γνώσης.