Translation meaning & definition of the word "harassment" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παρενόχληση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Harassment
[Παρενόχληση]/həræsmənt/
noun
1. A feeling of intense annoyance caused by being tormented
- "So great was his harassment that he wanted to destroy his tormentors"
- synonym:
- harassment ,
- torment
1. Ένα αίσθημα έντονης ενόχλησης που προκαλείται από βασανισμό
- "Τόσο μεγάλη ήταν η παρενόχλησή του που ήθελε να καταστρέψει τους βασανιστές του"
- συνώνυμο:
- παρενόχληση ,
- βασανιστήριο
2. The act of tormenting by continued persistent attacks and criticism
- synonym:
- harassment ,
- molestation
2. Η πράξη του βασανισμού από συνεχείς επίμονες επιθέσεις και κριτική
- συνώνυμο:
- παρενόχληση ,
- κακοποίηση