Translation meaning & definition of the word "happy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευτυχισμένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Happy
[Ευτυχισμένος]/hæpi/
adjective
1. Enjoying or showing or marked by joy or pleasure
- "A happy smile"
- "Spent many happy days on the beach"
- "A happy marriage"
- synonym:
- happy
1. Απολαμβάνοντας ή δείχνοντας ή χαρακτηρίζοντας από χαρά ή ευχαρίστηση
- "Χαρούμενο χαμόγελο"
- "Πέρασα πολλές ευτυχισμένες μέρες στην παραλία"
- "Ευτυχισμένος γάμος"
- συνώνυμο:
- ευτυχισμένος
2. Marked by good fortune
- "A felicitous life"
- "A happy outcome"
- synonym:
- felicitous ,
- happy
2. Χαρακτηρίζεται από καλή τύχη
- "Μια ευσεβής ζωή"
- "Ευτυχισμένο αποτέλεσμα"
- συνώνυμο:
- ευσεβής ,
- ευτυχισμένος
3. Eagerly disposed to act or to be of service
- "Glad to help"
- synonym:
- glad ,
- happy
3. Με ανυπομονησία διατίθεται να δράσει ή να είναι υπηρεσία
- "Προσπαθώ να βοηθήσω"
- συνώνυμο:
- χαίρομαι ,
- ευτυχισμένος
4. Well expressed and to the point
- "A happy turn of phrase"
- "A few well-chosen words"
- synonym:
- happy ,
- well-chosen
4. Εκφρασμένο και στο σημείο
- "Μια ευτυχισμένη στροφή της φράσης"
- "Μερικές καλά επιλεγμένες λέξεις"
- συνώνυμο:
- ευτυχισμένος ,
- καλά επιλεγμένος
Examples of using
He always looked happy, but never was.
Πάντα φαινόταν ευτυχισμένος, αλλά δεν ήταν ποτέ.
Tom wants to be happy again.
Ο Τομ θέλει να είναι και πάλι ευτυχισμένος.
I'll be happy if you propose a better wording.
Θα είμαι ευτυχής αν προτείνετε μια καλύτερη διατύπωση.