Translation meaning & definition of the word "happiness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευτυχία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Happiness
[Ευτυχία]/hæpinəs/
noun
1. State of well-being characterized by emotions ranging from contentment to intense joy
- synonym:
- happiness ,
- felicity
1. Κατάσταση ευεξίας που χαρακτηρίζεται από συναισθήματα που κυμαίνονται από ικανοποίηση έως έντονη χαρά
- συνώνυμο:
- ευτυχία ,
- ευστροφία
2. Emotions experienced when in a state of well-being
- synonym:
- happiness
2. Τα συναισθήματα βιώνονται όταν βρίσκονται σε κατάσταση ευημερίας
- συνώνυμο:
- ευτυχία
Examples of using
What can be added to the happiness of a man who is in health, out of debt, and has a clear conscience?
Τι μπορεί να προστεθεί στην ευτυχία ενός ανθρώπου που είναι στην υγεία, στο χρέος, και έχει καθαρή συνείδηση?
We're on earth to look for happiness, not to find it.
Είμαστε στη γη για να αναζητήσουμε την ευτυχία, όχι για να την βρούμε.
They're lighting the candle and asking the great kind God for happiness.
Ανάβουν το κερί και ζητούν από τον μεγάλο ευγενικό Θεό την ευτυχία.