Translation meaning & definition of the word "hap" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "σωρός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hap
[Χαπ]/hæp/
noun
1. An accidental happening
- "He recorded all the little haps and mishaps of his life"
- synonym:
- hap
1. Ένα τυχαίο συμβάν
- "Κατέγραψε όλους τους μικρούς καταρράκτες και τις ατυχίες της ζωής του"
- συνώνυμο:
- χαπ
verb
1. Come to pass
- "What is happening?"
- "The meeting took place off without an incidence"
- "Nothing occurred that seemed important"
- synonym:
- happen ,
- hap ,
- go on ,
- pass off ,
- occur ,
- pass ,
- fall out ,
- come about ,
- take place
1. Ελάτε να περάσετε
- "Τι συμβαίνει?"
- "Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε χωρίς επίπτωση"
- "Τίποτα δεν συνέβη που φαινόταν σημαντικό"
- συνώνυμο:
- συμβαίνω ,
- χαπ ,
- συνεχίζω ,
- περνώ ,
- πέφτω ,
- επιστρέφω ,
- πραγματοποιώ