Translation meaning & definition of the word "hanky" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αρσενικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hanky
[Χανκί]/hæŋki/
noun
1. A square piece of cloth used for wiping the eyes or nose or as a costume accessory
- synonym:
- handkerchief ,
- hankie ,
- hanky ,
- hankey
1. Ένα τετράγωνο κομμάτι ύφασμα που χρησιμοποιείται για το σκούπισμα των ματιών ή της μύτης ή ως κοστούμι αξεσουάρ
- συνώνυμο:
- μαντήλι ,
- χάνκι ,
- ανεξίτηλοσ ,
- χανκί
Examples of using
Mummy, where's my hanky?
Μαμά, που είναι το αρσενικό μου?