Translation meaning & definition of the word "hank" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ανθρωπό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hank
[Χανκ]/hæŋk/
noun
1. A coil of rope or wool or yarn
- synonym:
- hank
1. Ένα πηνίο από σχοινί ή μαλλί ή νήματα
- συνώνυμο:
- χανκ