Translation meaning & definition of the word "hangout" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "συναγερμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hangout
[Κρεμάστρα]/hæŋaʊt/
noun
1. A frequently visited place
- synonym:
- haunt ,
- hangout ,
- resort ,
- repair ,
- stamping ground
1. Ένα συχνά επισκέπτεται μέρος
- συνώνυμο:
- στοιχειώνω ,
- παρακαμπτήριο ,
- θέρετρο ,
- επισκευή ,
- σφράγιση του εδάφους
Examples of using
This bar is a popular student hangout.
Αυτό το μπαρ είναι ένα δημοφιλές στέκι φοιτητών.