Translation meaning & definition of the word "hanger" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κρεμάστρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hanger
[Κρεμάστρα]/hæŋər/
noun
1. A worker who hangs something
- synonym:
- hanger
1. Ένας εργάτης που κρέμεται κάτι
- συνώνυμο:
- κρεμάστρα
2. Anything from which something can be hung
- synonym:
- hanger
2. Οτιδήποτε από το οποίο μπορεί να κρεμαστεί κάτι
- συνώνυμο:
- κρεμάστρα
Examples of using
Put the coat on the hanger.
Βάλτε το παλτό στην κρεμάστρα.
Put your coat on a hanger.
Βάλτε το παλτό σας σε μια κρεμάστρα.