Translation meaning & definition of the word "hangar" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χάγκαρ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hangar
[Χανγκάρ]/hæŋər/
noun
1. A large structure at an airport where aircraft can be stored and maintained
- synonym:
- airdock ,
- hangar ,
- repair shed
1. Μια μεγάλη δομή σε ένα αεροδρόμιο όπου τα αεροσκάφη μπορούν να αποθηκευτούν και να συντηρηθούν
- συνώνυμο:
- αεροπλάνο ,
- υπόστεγο ,
- υπόστεγο επισκευής