Translation meaning & definition of the word "handy" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "χειρολαβή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Handy
[Εύχρηστος]/hændi/
noun
1. United states blues musician who transcribed and published traditional blues music (1873-1958)
- synonym:
- Handy ,
- W. C. Handy ,
- William Christopher Handy
1. Ηνωμένες πολιτείες μπλουζ μουσικός που μετέγραψε και δημοσίευσε παραδοσιακή μπλουζ μουσική (1873-1958)
- συνώνυμο:
- Εύχρηστος ,
- Γ. Γ. Εύχρηστος ,
- Γουίλιαμ Κρίστοφερ Χάντι
adjective
1. Easy to reach
- "Found a handy spot for the can opener"
- synonym:
- handy ,
- ready to hand(p)
1. Εύκολο να φτάσει
- "Βρέθηκε ένα εύχρηστο σημείο για το ανοιχτήρι κουτιού"
- συνώνυμο:
- εύχρηστος ,
- έτοιμο για χειρο()<TAG1>
2. Easy to use
- "A handy gadget"
- synonym:
- handy
2. Εύκολο στη χρήση
- "Ένα εύχρηστο στολίδι"
- συνώνυμο:
- εύχρηστος
3. Skillful with the hands
- "Handy with an axe"
- synonym:
- handy
3. Επιδέξιος με τα χέρια
- "Χειροποίητο με τσεκούρι"
- συνώνυμο:
- εύχρηστος
Examples of using
This tool will come in handy during the trip.
Αυτό το εργαλείο θα είναι χρήσιμο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.
Knowing how to hot wire a car may come in handy someday.
Γνωρίζοντας πώς να καυτό σύρμα ένα αυτοκίνητο μπορεί να έρθει σε βολικό κάποια μέρα.
A gun might come in handy.
Ένα όπλο μπορεί να είναι πρακτικό.