Translation meaning & definition of the word "handwriting" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χειρόγραφο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Handwriting
[Χειρόγραφο]/hændraɪtɪŋ/
noun
1. Something written by hand
- "She recognized his handwriting"
- "His hand was illegible"
- synonym:
- handwriting ,
- hand ,
- script
1. Κάτι γραμμένο στο χέρι
- "Αναγνώρισε το γραφικό του περίγραμμα"
- "Το χέρι του ήταν παράνομο"
- συνώνυμο:
- γραφή ,
- χέρι ,
- σενάριο
2. The activity of writing by hand
- "Handwriting can be slow and painful for one with arthritis"
- synonym:
- handwriting
2. Η δραστηριότητα της γραφής με το χέρι
- "Η γραφή μπορεί να είναι αργή και επώδυνη για ένα άτομο με αρθρίτιδα"
- συνώνυμο:
- γραφή
Examples of using
Tom's handwriting isn't very good, but it's easy to read.
Η γραφή του Τομ δεν είναι πολύ καλή, αλλά είναι εύκολο να διαβαστεί.
Your handwriting is very good.
Η γραφή σας είναι πολύ καλή.
This doesn't look like Tom's handwriting.
Αυτό δεν μοιάζει με το χειρόγραφο του Τομ.