Translation meaning & definition of the word "handsaw" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πριόνι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Handsaw
[Χειροποίητο]/hændsɔ/
noun
1. A saw used with one hand for cutting wood
- synonym:
- handsaw ,
- hand saw ,
- carpenter's saw
1. Ένα πριόνι που χρησιμοποιείται με το ένα χέρι για την κοπή ξύλου
- συνώνυμο:
- χειραψία ,
- πριόνι χειρός ,
- το πριόνι του ξυλουργού