Translation meaning & definition of the word "handmade" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χειροποίητο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Handmade
[Χειροποίητο]/hændmed/
adjective
1. Made by hand or a hand process
- "Delicate handmade baby dresses"
- synonym:
- handmade ,
- hand-crafted
1. Γίνεται με το χέρι ή με μια διαδικασία χεριών
- "Λεπτά χειροποίητα βρεφικά φορέματα"
- συνώνυμο:
- χειροποίητο ,
- χειροποίητα
Examples of using
This rug is handmade.
Αυτό το χαλί είναι χειροποίητο.
This handmade Italian-made titanium bicycle is terribly light.
Αυτό το χειροποίητο ιταλικό ποδήλατο τιτανίου είναι τρομερά ελαφρύ.