Translation meaning & definition of the word "handling" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χειρισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Handling
[Χειρισμός]/hændlɪŋ/
noun
1. Manual (or mechanical) carrying or moving or delivering or working with something
- synonym:
- handling
1. Χειροκίνητο ( μηχανικό) που μεταφέρει ή κινείται ή παραδίδει ή εργάζεται με κάτι
- συνώνυμο:
- χειρισμός
2. The action of touching with the hands (or the skillful use of the hands) or by the use of mechanical means
- synonym:
- handling ,
- manipulation
2. Η δράση του αγγίγματος με τα χέρια (ή η επιδέξια χρήση των χειρα) ή με τη χρήση μηχανικών μέσων
- συνώνυμο:
- χειρισμός
3. The management of someone or something
- "The handling of prisoners"
- "The treatment of water sewage"
- "The right to equal treatment in the criminal justice system"
- synonym:
- treatment ,
- handling
3. Η διαχείριση κάποιου ή κάτι τέτοιο
- "Χειρισμός των κρατουμένων"
- "Η επεξεργασία των λυμάτων νερού"
- "Το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης"
- συνώνυμο:
- θεραπεία ,
- χειρισμός
Examples of using
His handling of the ball borders on wizardry.
Ο χειρισμός της μπάλας συνορεύει με τη μαγεία.
She is used to handling this machine.
Είναι συνηθισμένη στο χειρισμό αυτού του μηχανήματος.
He was careless in handling his pistol.
Ήταν απρόσεκτος στο χειρισμό του πιστολιού του.