Translation meaning & definition of the word "handler" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χειριστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Handler
[Χειριστήσ]/hændlər/
noun
1. One who trains or exhibits animals
- synonym:
- animal trainer ,
- handler
1. Αυτός που εκπαιδεύει ή εκθέτει ζώα
- συνώνυμο:
- εκπαιδευτής ζώων ,
- χειριστήσ
2. An agent who handles something or someone
- "The senator's campaign handlers"
- synonym:
- handler
2. Ένας πράκτορας που χειρίζεται κάτι ή κάποιον
- "Οι χειριστές της εκστρατείας του γερουσιαστή"
- συνώνυμο:
- χειριστήσ
3. (sports) someone in charge of training an athlete or a team
- synonym:
- coach ,
- manager ,
- handler
3. (αθλητικό) κάποιος υπεύθυνος για την εκπαίδευση ενός αθλητή ή μιας ομάδας
- συνώνυμο:
- προπονητής ,
- διευθυντής ,
- χειριστήσ