Translation meaning & definition of the word "handicapped" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χειροποίητο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Handicapped
[Χειροποίητα]/hændikæpt/
noun
1. People collectively who are crippled or otherwise physically handicapped
- "Technology to help the elderly and the disabled"
- synonym:
- disabled ,
- handicapped
1. Άτομα συλλογικά που είναι ανάπηροι ή με άλλο τρόπο σωματικά ανάπηροι
- "Τεχνολογία για να βοηθήσει τους ηλικιωμένους και τα άτομα με ειδικές ανάγκες"
- συνώνυμο:
- με αναπηρία ,
- ανάπηροσ
adjective
1. Incapable of functioning as a consequence of injury or illness
- synonym:
- disabled ,
- handicapped
1. Ανίκανος να λειτουργήσει ως συνέπεια τραυματισμού ή ασθένειας
- συνώνυμο:
- με αναπηρία ,
- ανάπηροσ