Translation meaning & definition of the word "handicap" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χειρολογία" στην ελληνική γλώσσα
Handicap
[Χειρολαβή]noun
1. The condition of being unable to perform as a consequence of physical or mental unfitness
- "Reading disability"
- "Hearing impairment"
- synonym:
- disability ,
- disablement ,
- handicap ,
- impairment
1. Η κατάσταση της αδυναμίας να εκτελέσει ως συνέπεια της σωματικής ή ψυχικής ακαταλληλότητας
- "Ανάγνωση αναπηρίας"
- "Απομείωση ακρόασης"
- συνώνυμο:
- αναπηρία ,
- απενεργοποίηση ,
- μειονέκτημα ,
- απομείωση
2. Advantage given to a competitor to equalize chances of winning
- synonym:
- handicap
2. Πλεονέκτημα που δίνεται σε έναν ανταγωνιστή για να εξισώσει τις πιθανότητες νίκης
- συνώνυμο:
- μειονέκτημα
3. Something immaterial that interferes with or delays action or progress
- synonym:
- hindrance ,
- hinderance ,
- deterrent ,
- impediment ,
- balk ,
- baulk ,
- check ,
- handicap
3. Κάτι άυλο που παρεμβαίνει ή καθυστερεί τη δράση ή την πρόοδο
- συνώνυμο:
- εμπόδιο ,
- αποτρεπτικός ,
- βάλκασ ,
- μπαούλκ ,
- ελέγχω ,
- μειονέκτημα
verb
1. Injure permanently
- "He was disabled in a car accident"
- synonym:
- disable ,
- invalid ,
- incapacitate ,
- handicap
1. Τραυματίστε μόνιμα
- "Ήταν ανάπηρος σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα"
- συνώνυμο:
- απενεργοποιώ ,
- μη έγκυρος ,
- ανίκανοσ ,
- μειονέκτημα
2. Attempt to forecast the winner (especially in a horse race) and assign odds for or against a contestant
- synonym:
- handicap
2. Προσπαθήστε να προβλέψετε τον νικητή (ειδικά σε έναν αγώνα αλόγων) και να αντιστοιχίσετε αποδόσεις για ή κατά διαγωνιζόμενου
- συνώνυμο:
- μειονέκτημα
3. Put at a disadvantage
- "The brace i have to wear is hindering my movements"
- synonym:
- handicap ,
- hinder ,
- hamper
3. Βάζω σε μειονεκτική θέση
- "Το στήριγμα που έχω να φορέσω εμποδίζει τις κινήσεις μου"
- συνώνυμο:
- μειονέκτημα ,
- εμποδίζω ,
- παρεμποδίζων