Translation meaning & definition of the word "hamper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σφυρί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hamper
[Παρεμποδίζων]/hæmpər/
noun
1. A restraint that confines or restricts freedom (especially something used to tie down or restrain a prisoner)
- synonym:
- shackle ,
- bond ,
- hamper ,
- trammel
1. Ένας περιορισμός που περιορίζει ή περιορίζει την ελευθερία (ειδικά κάτι που χρησιμοποιείται για να δέσει ή να συγκρατήσει έναν κρατούμενο)
- συνώνυμο:
- ασπίδα ,
- δεσμός ,
- παρεμποδίζων ,
- τραμελέ
2. A basket usually with a cover
- synonym:
- hamper
2. Ένα καλάθι συνήθως με κάλυμμα
- συνώνυμο:
- παρεμποδίζων
verb
1. Prevent the progress or free movement of
- "He was hampered in his efforts by the bad weather"
- "The imperialist nation wanted to strangle the free trade between the two small countries"
- synonym:
- hamper ,
- halter ,
- cramp ,
- strangle
1. Αποτρέψτε την πρόοδο ή την ελεύθερη κυκλοφορία των
- "Παρεμποδίστηκε στις προσπάθειές του από τις κακές καιρικές συνθήκες"
- "Το ιμπεριαλιστικό έθνος ήθελε να στραγγαλίσει το ελεύθερο εμπόριο μεταξύ των δύο μικρών χωρών"
- συνώνυμο:
- παρεμποδίζων ,
- χάλτερ ,
- κράμπα ,
- στραγγαλίζω
2. Put at a disadvantage
- "The brace i have to wear is hindering my movements"
- synonym:
- handicap ,
- hinder ,
- hamper
2. Βάζω σε μειονεκτική θέση
- "Το στήριγμα που έχω να φορέσω εμποδίζει τις κινήσεις μου"
- συνώνυμο:
- μειονέκτημα ,
- εμποδίζω ,
- παρεμποδίζων