Translation meaning & definition of the word "hammock" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αμμοκός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hammock
[Χαμπ]/hæmək/
noun
1. A small natural hill
- synonym:
- knoll ,
- mound ,
- hillock ,
- hummock ,
- hammock
1. Ένας μικρός φυσικός λόφος
- συνώνυμο:
- παλιοσίδερο ,
- ανάχωμα ,
- λόφου ,
- τραγανίζω ,
- αιώρα
2. A hanging bed of canvas or rope netting (usually suspended between two trees)
- Swings easily
- synonym:
- hammock ,
- sack
2. Ένα κρεμαστό κρεβάτι από καμβά ή σχοινί δίχτυ (συνήθως αιωρείται ανάμεσα σε δύο δέντρα)
- Ταλαντεύεται εύκολα
- συνώνυμο:
- αιώρα ,
- σακίδιο