Translation meaning & definition of the word "hammering" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σφυρηλάτηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hammering
[Σφυρηλάτηση]/hæmərɪŋ/
noun
1. The act of pounding (delivering repeated heavy blows)
- "The sudden hammer of fists caught him off guard"
- "The pounding of feet on the hallway"
- synonym:
- hammer ,
- pound ,
- hammering ,
- pounding
1. Η πράξη της σφυρηλάτησης (παρέχει επαναλαμβανόμενα βαριά χτυπήματα)
- "Το ξαφνικό σφυρί των γροθιές τον έπιασε εκτός φρουράς"
- "Το χτύπημα των ποδιών στο διάδρομο"
- συνώνυμο:
- σφυρί ,
- λίρα ,
- σφυρηλάτηση ,
- σφυροκόπημα