Translation meaning & definition of the word "hammer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σφυρί" στην ελληνική γλώσσα
Hammer
[Σφυρί]noun
1. The part of a gunlock that strikes the percussion cap when the trigger is pulled
- synonym:
- hammer ,
- cock
1. Το τμήμα ενός όπλου που χτυπά το καπάκι κρουστών όταν τραβιέται η σκανδάλη
- συνώνυμο:
- σφυρί ,
- πουλί
2. A hand tool with a heavy rigid head and a handle
- Used to deliver an impulsive force by striking
- synonym:
- hammer
2. Ένα εργαλείο χειρός με βαρύ άκαμπτο κεφάλι και λαβή
- Χρησιμοποιείται για να παραδώσει μια παρορμητική δύναμη με το χτύπημα
- συνώνυμο:
- σφυρί
3. The ossicle attached to the eardrum
- synonym:
- malleus ,
- hammer
3. Το οστήριο συνδέεται με το τύμπανο
- συνώνυμο:
- μαλέας ,
- σφυρί
4. A light drumstick with a rounded head that is used to strike such percussion instruments as chimes, kettledrums, marimbas, glockenspiels, etc.
- synonym:
- mallet ,
- hammer
4. Ένα ελαφρύ τύμπανο με στρογγυλεμένη κεφαλή που χρησιμοποιείται για να χτυπήσει τέτοια κρουστά όργανα όπως χτυπήματα, κεττλέδες, κ.λπ.
- συνώνυμο:
- μαλέτα ,
- σφυρί
5. A heavy metal sphere attached to a flexible wire
- Used in the hammer throw
- synonym:
- hammer
5. Μια σφαίρα βαρέων μετάλλων που συνδέεται με ένα εύκαμπτο καλώδιο
- Χρησιμοποιημένος στη ρίψη σφυριών
- συνώνυμο:
- σφυρί
6. A striker that is covered in felt and that causes the piano strings to vibrate
- synonym:
- hammer
6. Ένας επιθετικός που καλύπτεται από τσόχα και αυτό προκαλεί τις χορδές του πιάνου να δονούνται
- συνώνυμο:
- σφυρί
7. A power tool for drilling rocks
- synonym:
- hammer ,
- power hammer
7. Ένα ηλεκτρικό εργαλείο για τη διάτρηση βράχων
- συνώνυμο:
- σφυρί ,
- σφυρί δύναμης
8. The act of pounding (delivering repeated heavy blows)
- "The sudden hammer of fists caught him off guard"
- "The pounding of feet on the hallway"
- synonym:
- hammer ,
- pound ,
- hammering ,
- pounding
8. Η πράξη της σφυρηλάτησης (παρέχει επαναλαμβανόμενα βαριά χτυπήματα)
- "Το ξαφνικό σφυρί των γροθιές τον έπιασε εκτός φρουράς"
- "Το χτύπημα των ποδιών στο διάδρομο"
- συνώνυμο:
- σφυρί ,
- λίρα ,
- σφυρηλάτηση ,
- σφυροκόπημα
verb
1. Beat with or as if with a hammer
- "Hammer the metal flat"
- synonym:
- hammer
1. Χτυπήστε με ή σαν με ένα σφυρί
- "Σφυρηλατήστε το μεταλλικό διαμέρισμα"
- συνώνυμο:
- σφυρί
2. Create by hammering
- "Hammer the silver into a bowl"
- "Forge a pair of tongues"
- synonym:
- forge ,
- hammer
2. Δημιουργήστε με σφυρηλάτηση
- "Σφίξτε το ασήμι σε ένα μπολ"
- "Σφυρηλατήστε ένα ζευγάρι γλωσσών"
- συνώνυμο:
- σφυρηλάτηση ,
- σφυρί