Translation meaning & definition of the word "hamlet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σφαίρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hamlet
[Άμλετ]/hæmlət/
noun
1. A community of people smaller than a village
- synonym:
- hamlet ,
- crossroads
1. Μια κοινότητα ανθρώπων μικρότερη από ένα χωριό
- συνώνυμο:
- χαμλέ ,
- σταυροδρόμι
2. The hero of william shakespeare's tragedy who hoped to avenge the murder of his father
- synonym:
- Hamlet
2. Ο ήρωας της τραγωδίας του ουίλιαμ σαίξπηρ που ήλπιζε να εκδικηθεί τη δολοφονία του πατέρα του
- συνώνυμο:
- Άμλετ
3. A settlement smaller than a town
- synonym:
- village ,
- hamlet
3. Ένας οικισμός μικρότερος από μια πόλη
- συνώνυμο:
- χωριό ,
- χαμλέ
Examples of using
Even if only one Russian hamlet remains, even then Russia will revive.
Ακόμα κι αν παραμείνει μόνο ένα ρωσικό χωριουδάκι, ακόμη και τότε η Ρωσία θα αναβιώσει.