Translation meaning & definition of the word "hamburger" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαρτοπαίχτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hamburger
[Χάμπουργκερ]/hæmbərgər/
noun
1. A sandwich consisting of a fried cake of minced beef served on a bun, often with other ingredients
- synonym:
- hamburger ,
- beefburger ,
- burger
1. Ένα σάντουιτς που αποτελείται από ένα τηγανητό κέικ κιμά που σερβίρεται σε ένα κουλούρι, συχνά με άλλα συστατικά
- συνώνυμο:
- χάμπουργκερ ,
- βοδινό κρέασ ,
- μπιφτέκι
2. Beef that has been ground
- synonym:
- ground beef ,
- hamburger
2. Βοδινό κρέας που έχει αλεστεί
- συνώνυμο:
- βόειο κρέας ,
- χάμπουργκερ
Examples of using
Please give me a hamburger.
Σε παρακαλώ δώσε μου ένα χάμπουργκερ.