Translation meaning & definition of the word "ham" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαμ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ham
[Χαμ]/hæm/
noun
1. Meat cut from the thigh of a hog (usually smoked)
- synonym:
- ham ,
- jambon ,
- gammon
1. Κρέας κομμένο από το μηρό ενός γουρουνιού (συνήθως καπνίζεται)
- συνώνυμο:
- ζαμπόν ,
- τζαμπόν ,
- γκαμόν
2. (old testament) son of noah
- synonym:
- Ham
2. (παλαιά διαθήκη) γιος του νώε
- συνώνυμο:
- Χαμ
3. A licensed amateur radio operator
- synonym:
- ham
3. Είναι αδειοδοτημένος ερασιτέχνης ασύρματος χειριστής
- συνώνυμο:
- ζαμπόν
4. An unskilled actor who overacts
- synonym:
- ham ,
- ham actor
4. Ένας ανειδίκευτος ηθοποιός που αντιδρά υπερβολικά
- συνώνυμο:
- ζαμπόν ,
- ηθοποιός
verb
1. Exaggerate one's acting
- synonym:
- overact ,
- ham it up ,
- ham ,
- overplay
1. Υπερβάλλω τη δράση κάποιου
- συνώνυμο:
- υπερβολική ενέργεια ,
- το εμποδίζω ,
- ζαμπόν ,
- υπερβολή
Examples of using
That actor's quite a ham.
Αυτός ο ηθοποιός είναι αρκετά ζαμπόν.
Would you like some ham for breakfast?
Θα θέλατε λίγο ζαμπόν για πρωινό?
A sandwich without ham is not a sandwich.
Ένα σάντουιτς χωρίς ζαμπόν δεν είναι σάντουιτς.