Translation meaning & definition of the word "haltingly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "εντελώς" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Haltingly
[Σταματημένα]/hɔltɪŋli/
adverb
1. In a halting manner
- "He spoke haltingly"
- synonym:
- haltingly
1. Με τρόπο αναστολής
- "Μιλούσε ανεπαίσθητα"
- συνώνυμο:
- ανασταλτικά