Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "halting" into Greek language

Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αλλοίωση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Halting

[Σταματώ]
/hɔltɪŋ/

adjective

1. Disabled in the feet or legs

  • "A crippled soldier"
  • "A game leg"
    synonym:
  • crippled
  • ,
  • halt
  • ,
  • halting
  • ,
  • lame
  • ,
  • gimpy
  • ,
  • game

1. Ανάπηρος στα πόδια ή τα πόδια

  • "Ένας ανάπηρος στρατιώτης"
  • "Πόδι παιχνιδιού"
    συνώνυμο:
  • αναποδογυρίζω
  • ,
  • σταμάτημα
  • ,
  • σταματώ
  • ,
  • κουτσομπολεύω
  • ,
  • ανατριχιαστικός
  • ,
  • παιχνίδι

2. Fragmentary or halting from emotional strain

  • "Uttered a few halting words of sorrow"
    synonym:
  • halting

2. Αποσπασματικό ή σταματημένο από συναισθηματικό στέλεχος

  • "Παρακολούθησε μερικά σταματημένα λόγια θλίψης"
    συνώνυμο:
  • σταματώ