Translation meaning & definition of the word "halt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλλά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Halt
[Αναβάλλω]/hɔlt/
noun
1. The state of inactivity following an interruption
- "The negotiations were in arrest"
- "Held them in check"
- "During the halt he got some lunch"
- "The momentary stay enabled him to escape the blow"
- "He spent the entire stop in his seat"
- synonym:
- arrest ,
- check ,
- halt ,
- hitch ,
- stay ,
- stop ,
- stoppage
1. Η κατάσταση της αδράνειας μετά από διακοπή
- "Οι διαπραγματεύσεις βρίσκονταν σε κράτηση"
- "Τους είδα υπό έλεγχο"
- "Κατά τη διάρκεια της στάσης πήρε ένα μεσημεριανό γεύμα"
- "Η στιγμιαία διαμονή του επέτρεψε να ξεφύγει από το χτύπημα"
- "Πέρασε ολόκληρη τη στάση στη θέση του"
- συνώνυμο:
- σύλληψη ,
- ελέγχω ,
- σταμάτημα ,
- αιτία ,
- μείνετε ,
- σταματώ ,
- διακοπή
2. The event of something ending
- "It came to a stop at the bottom of the hill"
- synonym:
- stop ,
- halt
2. Το γεγονός του κάτι τελειώνει
- "Έφτασε σε μια στάση στο κάτω μέρος του λόφου"
- συνώνυμο:
- σταματώ ,
- σταμάτημα
3. An interruption or temporary suspension of progress or movement
- "A halt in the arms race"
- "A nuclear freeze"
- synonym:
- freeze ,
- halt
3. Διακοπή ή προσωρινή αναστολή της προόδου ή της κίνησης
- "Μια διακοπή στην κούρσα των εξοπλισμών"
- "Πυρηνικό πάγωμα"
- συνώνυμο:
- παγώνω ,
- σταμάτημα
verb
1. Cause to stop
- "Halt the engines"
- "Arrest the progress"
- "Halt the presses"
- synonym:
- halt ,
- hold ,
- arrest
1. Αιτία να σταματήσει
- "Ανεβάστε τους κινητήρες"
- "Συλλάβετε την πρόοδο"
- "Ακολουθήστε τα πιεστήρια"
- συνώνυμο:
- σταμάτημα ,
- κρατώ ,
- σύλληψη
2. Come to a halt, stop moving
- "The car stopped"
- "She stopped in front of a store window"
- synonym:
- stop ,
- halt
2. Σταματήστε, σταματήστε να κινείστε
- "Το αυτοκίνητο σταμάτησε"
- "Σταμάτησε μπροστά από ένα παράθυρο του καταστήματος"
- συνώνυμο:
- σταματώ ,
- σταμάτημα
3. Stop from happening or developing
- "Block his election"
- "Halt the process"
- synonym:
- stop ,
- halt ,
- block ,
- kibosh
3. Σταματήστε να συμβαίνετε ή να αναπτύσσεστε
- "Κλείστε τις εκλογές σας"
- "Ακολουθήστε τη διαδικασία"
- συνώνυμο:
- σταματώ ,
- σταμάτημα ,
- μπλοκ ,
- κιμπό
4. Stop the flow of a liquid
- "Staunch the blood flow"
- "Stem the tide"
- synonym:
- stem ,
- stanch ,
- staunch ,
- halt
4. Σταματήστε τη ροή ενός υγρού
- "Ενισχύστε τη ροή του αίματος"
- "Σταματήστε την παλίρροια"
- συνώνυμο:
- στέλεχος ,
- σταντ ,
- πεισματάρησ ,
- σταμάτημα
adjective
1. Disabled in the feet or legs
- "A crippled soldier"
- "A game leg"
- synonym:
- crippled ,
- halt ,
- halting ,
- lame ,
- gimpy ,
- game
1. Ανάπηρος στα πόδια ή τα πόδια
- "Ένας ανάπηρος στρατιώτης"
- "Πόδι παιχνιδιού"
- συνώνυμο:
- αναποδογυρίζω ,
- σταμάτημα ,
- σταματώ ,
- κουτσομπολεύω ,
- ανατριχιαστικός ,
- παιχνίδι
Examples of using
The snow brought public transport to a halt.
Το χιόνι σταμάτησε τις δημόσιες συγκοινωνίες.
The blue sports car came to a screeching halt.
Το μπλε σπορ αυτοκίνητο έφτασε σε ένα απαίσιο σταμάτημα.