Translation meaning & definition of the word "halo" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαλό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Halo
[Φωτοστέφανο]/heloʊ/
noun
1. An indication of radiant light drawn around the head of a saint
- synonym:
- aura ,
- aureole ,
- halo ,
- nimbus ,
- glory ,
- gloriole
1. Μια ένδειξη λαμπερού φωτός γύρω από το κεφάλι ενός αγίου
- συνώνυμο:
- αύρα ,
- αυρηλατών ,
- φωτοστέφανο ,
- νίμπους ,
- δόξα
2. A toroidal shape
- "A ring of ships in the harbor"
- "A halo of smoke"
- synonym:
- ring ,
- halo ,
- annulus ,
- doughnut ,
- anchor ring
2. Ένα τοροειδές σχήμα
- "Ένας δακτύλιος πλοίων στο λιμάνι"
- "Ένα φωτοστέφανο καπνού"
- συνώνυμο:
- δαχτυλίδι ,
- φωτοστέφανο ,
- δακτύλιος ,
- ντόνατ ,
- δαχτυλίδι αγκύρωσης
3. A circle of light around the sun or moon
- synonym:
- halo
3. Ένας κύκλος φωτός γύρω από τον ήλιο ή το φεγγάρι
- συνώνυμο:
- φωτοστέφανο